- ταχυεργίᾳ
- ταχυεργίαι , ταχυεργίαquickness in workingfem nom/voc plταχυεργίᾱͅ , ταχυεργίαquickness in workingfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ταχυεργία — η, ΝΜΑ [ταχυεργός] ταχύτητα κατά τη διεξαγωγή έργου αρχ. 1. το να σπεύδει κανείς, σπουδή 2. αστάθεια … Dictionary of Greek
ταχυεργίας — ταχυεργίᾱς , ταχυεργία quickness in working fem acc pl ταχυεργίᾱς , ταχυεργία quickness in working fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταχυεργίαν — ταχυεργίᾱν , ταχυεργία quickness in working fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)